λαρκος

λαρκος
    λάρκος
     корзина для угля Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαρκος" в других словарях:

  • λάρκος — λάρκος, ὁ (Α) κοφίνι, ιδίως για μεταφορά ξυλοκάρβουνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *νάρκος με επίδραση τού τ. λάρναξ*] …   Dictionary of Greek

  • λάρκος — charcoal basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρκον — λάρκος charcoal basket masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρκου — λάρκος charcoal basket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρκους — λάρκος charcoal basket masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρκῳ — λάρκος charcoal basket masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • (s)ner-2 —     (s)ner 2     English meaning: to turn, wind, etc..     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden (also von Fäden and Flechtwerk), zusammendrehen, zusammenschnũren; sich zusammenwinden, einschrumpfen”     Note: perhaps extension to snē ds.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • λαρκίδιον — και λαρκίον, τὸ (Α) [λάρκος] μικρό κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων …   Dictionary of Greek

  • λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • λαρκοφορώ — λαρκοφορῶ, έω (Α) μεταφέρω κοφίνι με ξυλοκάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. κυκλο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • ναρκίον — ναρκίον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσκόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται μάλλον με τα λάρκος, λαρκίον, νάρναξ και όχι με το νάρκη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»